ἀφίλητος

Revision as of 23:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ῐ], ον, A unloved, S.OC1702 (lyr.), Phld.D.1.1.

German (Pape)

[Seite 411] nicht geliebt, Soph. O. C. 1699.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφίλητος: [ῐ], -ον, μὴ φιλούμενος, Σοφ. Ο.Κ. 1702.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non aimé.
Étymologie: ἀ, φίλητος.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῐ-]
no amado s. cont., A.Fr.451l.24, οὐδὲ γὰρ ὡς ἀ. ἐμοί S.OC 1702, ἄνδρες Phld.D.1.1.10.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀφίλητος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν τον φίλησαν
2. (για γυναίκα) ανέραστη, αγνή
αρχ.
εκείνος τον οποίο δεν αγαπούν.

Greek Monotonic

ἀφίλητος: [ῐ], -ον (φιλέω), αυτός που δεν αγαπιέται, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀφίλητος: нелюбимый Soph.

Middle Liddell

φιλέω
unloved, Soph.