[ᾰτ], ονος, A v. ἀταλάφρων.
[Seite 383] ονος, v. l. für ἀταλάφρων.
ἀτᾰλόφρων: -ονος, ἴδε ἐν λ. ἀταλάφρων.
ων, ον ; gén. ονος;c. ἀταλάφρων.