ον, A = ἄνυδρος, Id.CP2.4.10.
[Seite 391] = ἄνυδρος, s. Lob. ad Phryn. p. 729.
ἄϋδρος: -ον, = ἄνυδρος, ἴδε Λοβ. Φρύν. 729, Schneid. Ind. Theohr.
-ονcarente de agua de una raíz ξηρὰ καὶ ἄ. Thphr.CP 2.4.10; cf. ἄνυδρος.