ἐγκράνιον
English (LSJ)
[ᾱ], τό, A cerebellum, Gal.UP8.6:—also ἐγ-κρᾱνίς, ίδος, ἡ, ib. ΙΙ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκράνῐον: τό, καὶ ἐγκρανίς, ίδος, ἡ, ἡ παρεγκεφαλίς, Γαλην. τ. 4. σ. 498.
Spanish (DGE)
-ου, τό
cerebelo τοὐπίσω μέρος ὅλον ἐγκεφάλου, τὸ καλούμενον ὑπό τινων ἐ. Gal.2.714, cf. 3.637.
Greek Monolingual
ἐγκράνιον, το (Α)
η παρεγγεφαλίς.