ἐγκυκλέομαι

Revision as of 00:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Pass., A roll or rotate in the sockets, of the joints, Hp. de Arte 10. II in com. sense, to be cooped up, οὐκ οἶδ' ὅπῃ ἐγκεκύκλησαι Ar.V.699. III Med., surround, Plu.TG5; τοὺς ἀμφὶ πλουσίαν τράπεζαν - κυκλουμένους Id.2.50d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκυκλέομαι: παθ. περιστρέφομαι, στρέφομαι, «γυρίζω» ἐντὸς τῶν κοτυλῶν, περὶ τῶν ἄρθρων τοῦ σώματος, Ἱππ. 6. 37. ΙΙ. ἐπὶ κωμ. ἐννοίας, «φέρομαι γύρῳ», ἐξαπατῶμαι, οὐκ οἶδ’ ὅπη ἐγκεκύκλησαι Ἀριστοφ. Σφ. 699. ― Πρβλ. ἐκκυκλέω. ΙΙΙ. Μέσ., περιβάλλω, περικυκλώνω, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 5.

Greek Monotonic

ἐγκυκλέομαι: Παθ., περιστρέφω τα μάτια· μεταφ., εξαπατούμαι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκυκλέομαι: досл. (в чем-л.) вращаться, вертеться, ирон. быть одурачиваемым Arph.

Middle Liddell


Pass. to rotate in the sockets: metaph. to turn in, Ar.