ἐκκλητικός

Revision as of 01:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ή, όν, A provocative, stimulative, ὀρέξεως Dsc.2.151. Adv. -κῶς Suid.

German (Pape)

[Seite 763] ή, όν, herausrufend, reizend, erregend, τινός, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκλητικός: -ή, -όν, ὁ προκαλῶν, προκλητικός, τινος Κλήμ. Ἀλ. 173. ― Ἐπίρρ. -κῶς Σουΐδ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 de concr. estimulante c. gen. obj. ὀρέξεως dicho de la cebolla, Dsc.2.151
de abstr. que incita a, que favorece, que estimula ἡ παννυχὶς ... μέθης ἐκκλητική Clem.Al.Paed.2.4.40, τὸν ἐπιγάστριον βίον, οὗ πλοῦτός ἐστιν ἐ. Clem.Al.Paed.2.1.14.
2 adv. -ῶς mediante recurso o apelación Sud.

Greek Monolingual

ἐκκλητικός, -ή, -όν (Α)
προκλητικός, ερεθιστικός.