ἐλαιόσπονδα
English (LSJ)
(sc. ἱερά), τά, A drink-offerings of oil, Porph.Abst.2.20.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιόσπονδα: (ἐνν. ἱερά), τά, σπονδαὶ ἐξ ἐλαίου, Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψυχ. 2. 20· πρβλ. οἰνόσπονδα, ὑδρόσπονδα.
(sc. ἱερά), τά, A drink-offerings of oil, Porph.Abst.2.20.
ἐλαιόσπονδα: (ἐνν. ἱερά), τά, σπονδαὶ ἐξ ἐλαίου, Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψυχ. 2. 20· πρβλ. οἰνόσπονδα, ὑδρόσπονδα.