ἐναποικοδομέω

Revision as of 08:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A enclose by a wall, τινά Polyaen.8.51.

German (Pape)

[Seite 828] darin verbauen, einmauern, Polyaen. 8, 51.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναποικοδομέω: περικλείω τινὰ διὰ τοίχου, καὶ τὸν προδότην (Παυσανίαν) ἐναποικοδομήσαντες διέφθειραν Πολύαιν. 8. 51.

Spanish (DGE)

emparedar τὸν προδότην ἐναποικοδομήσαντες διέφθειραν Polyaen.8.51.