ἐναποτελέω

Revision as of 08:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

in Pass., A to be produced, Alex.Aphr.Pr.1.134.

German (Pape)

[Seite 828] (s. τελέω), darin vollenden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναποτελέω: μέλλ. -έσω, συναποτελῶ, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 134, ἀλλ’ ἐν Α. Β. 766. 22: ἓν ἀποτελῶ, «ὡς νῦν ῥάπτας φαμὲν τοὺς τὰ διεστῶτα καὶ διερρηγμένα ἱμάτια εἰς ἓν συνάγοντας καὶ ὑγιές τι ἓν ἀποτελοῦντας».

Spanish (DGE)

llevar a cabo, producir προφυλακτικὸν τῶν ἑρπετῶν ... θυμίαμα Eutecnius Th.Par.6.12, cf. Greg.Leg.Hom.M.86.584C, en v. pas., Alex.Aphr.Pr.1.134.