ἐξαναβλύζω
English (LSJ)
A gush forth, PMag.Par.1.942 (Pap. -βλύδω).
German (Pape)
[Seite 867] aufsprudeln, Eust.
Spanish (DGE)
hacer brotar c. ac. y gen. καθαρῶν στομάτων ἀφρὸν ἥμερον ἐξαναβλύζων Hymn.Mag.3.4.
Greek Monolingual
ἐξαναβλύζω (Μ)
αναβλύζω προς τα έξω, αναβλύζω από κάτι.