ἐπισυγκροτέω
English (LSJ)
A weld together, combine in one body, J.BJ1.1.6.
German (Pape)
[Seite 986] noch dazu zusammenbringen, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισυγκροτέω: περισυνάγω, συναθροίζω, κυρίως στρατιώτας, καὶ συγκροτῶ στρατιωτικὸν σῶμα, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 1, 6.