ἐργόχειρον
English (LSJ)
τό, A manual labour, PMasp.23.20 (vi A.D.), PLond.4.1708.56 (vi A.D.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐργόχειρον: τό, ἔργον τῶν χειρῶν, κυρίως ἐπὶ τῶν ἐργοχείρων τῶν μοναχῶν ἐν ταῖς μοναῖς, Βασίλ. ΙΙΙ. 633C, Ἀποφθ. Πατέρων 105C, κλ.