ἑπταμελής

Revision as of 11:20, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A having seven members, Procl. in Ti.2.209D.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπταμελής: -ές, ὁ συγκείμενος ἐξ ἑπτὰ μελῶν, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 204, ἔκδ. Βασιλ.

Greek Monolingual

-ές (AM ἑπταμελής, -ές)
αυτός που αποτελείται από επτά μέλη («επταμελές δικαστήριο»).