A v. πάσχω.
ἔπᾰθον: ὁριστ. ἀορ. β΄ τοῦ πάσχω.
ao.2 de πάσχω.
see πάσχω.
ἔπᾰθον: αόρ. βʹ του πάσχω.
ἔπαθον: aor. 2 к πάσχω.