ἔπιλλος

Revision as of 11:30, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A leering, squinting, Eust.206.29.

German (Pape)

[Seite 958] blinzelnd, schielend, Eust. Il. 643, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπιλλος: -ον, ὁ διάστροφος τοῖς ὄμμασιν, «ἀλλοίθωρος», Λατ. strabo, Εὐστ. 206, 29. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἔπιλλος· παράστραβος, ἡσυχῇ διάστροφος. παρὰ τοὺς ἰλλούς, οἵ εἰσιν οἱ ὀφθαλμοί».

Greek Monolingual

ἔπιλλος, -ον (Μ)
αλλήθωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ιλλός «αλλήθωρος» (< ίλλω «γυρίζω»)].