ἡλιανθές

Revision as of 11:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, A laudanum-plant, Cistus laurifolius, Ps.-Democr. ap. Plin.HN24.165.

Greek Monolingual

ἡλιανθές, το (Α)
το φυτό κίστος ο δαφνόφυλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του αμάρτυρου επιθ. ηλιανθής].