A f.l. for ἰσχάνω or ἰσχναίνω (qq.v.).
[Seite 1272] p. = ἰσχάνω, halten, zurückhalten, hemmen; Eur. Or. 298, v. l. ἰσχναίνω; Theophr.
ἰσχαίνω: πλημμελ. Γραφ. ἀντί τοῦ ἰσχναίνω, ὃ ἴδε.
ἰσχαίνω (Α)εμποδίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. ενεστώτα του ρ. ἴσχω].