A v. ὀβελός, ὀβολός.
[Seite 292] ὁ, böot. u. äol. = ὀβελός u. ὀβολός, Ar. Ach. 761.
ὀδελός: ὁ, Δωρ. ἀντὶ ὀβελός.
ὀδελός, ὁ (Α)(δωρ. τ.) βλ. οβελός.
ὀδελός: ὁ дор.-беот. = ὀβελός.