ὀρθοπρίων

Revision as of 12:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ῑ], ονος, ὁ, A instrument for trepanning, = χοινικίς 11, Hp. ap. Gal.19.126.

German (Pape)

[Seite 375] ονος, ὁ, Gradbohrer zum Trepaniren, sonst χοινικίς, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθοπρίων: [ῑ], -ονος, ὁ, ἐργαλεῖον χειρουργικόν, εἶδος πρίονος ᾀνοίγοντος ὀπήν, ἀλλαχοῦ χοινικὶς (σημασ. ΙΙ), Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 536.

Greek Monolingual

ὀρθοπρίων, -ονος, ὁ (Α)
είδος πριονιού που χρησιμοποιούνταν στη χειρουργική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + πρίων, -ονος «πριόνι»].