ὀρνιθοσκοπία

Revision as of 12:45, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A = ὀρνιθομαντεία, Phleg. 37J.

German (Pape)

[Seite 383] ἡ, die Vogelschau und das Wahrsagen daraus, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνῑθοσκοπία: ἡ, = ὀρνιθομαντεία, Ἀποστολ. Διαταγ. Βασιλ., κτλ.

Greek Monolingual

ὀρνιθοσκοπία, ἡ (Α) ορνιθοσκόπος
πρόβλεψη του μέλλοντος από την παρατήρηση του πετάγματος ή της κραυγής πτηνών, ορνιθομαντεία.