Lacon. for ὀρθός, Ar.Lys.995. II ὀρσοί· τῶν ἀρνῶν οἱ ἔσχατοι γενόμενοι, Hsch. (Cf. ἕρση ΙΙ.)
[Seite 387] = ὀρθός, lakonisch, Ar. Lys. 995.
ὀρσός: Λακων. ἀντὶ ὀρθός, Ἀριστοφ. Λυσ. 995.
ὀρσός, -ή, -όν (Α)(λακων. τ.) βλ. ὀρθός.
ὀρσός: лак. Arph. = ὀρθός.