ὁμαιμότης
English (LSJ)
ητος, ἡ, A blood-relationship, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμαιμότης: -ητος, ἡ, συγγένεια ἐξ αἵματος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὁμαιμότης, ἡ (Α) όμαιμος
(ποιητ. τ.) η ομαιμοσύνη.
ητος, ἡ, A blood-relationship, Gloss.
ὁμαιμότης: -ητος, ἡ, συγγένεια ἐξ αἵματος, Γλωσσ.
ὁμαιμότης, ἡ (Α) όμαιμος
(ποιητ. τ.) η ομαιμοσύνη.