τό, A all-bone, Plantago Bellardi, Dsc.4.11, Plin.HN27.91.
[Seite 327] τό, eine Pflanze, Diosc.
ὁλόστεον: τό, εἶδος πόας ἐχούσης φύλλα παραπλήσια ἀγρώστει, καὶ ῥίζαν σφόδρα λεπτὴν ὡς τρίχα, Διοσκ. 4. 11 (ἴδε Sprengel.), Πλίν. 27. 65.