ή, όν, A strained or filtered, Dsc.Eup.2.36, Sammelb.4425 ii 16, al. (ii A. D.), PFay.95.13 (ii A. D.).
ὑλιστός: -ή, -όν, διυλιστός, «στραγγιστός», «στραγισμένος», Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 2. 34.
-ή, -όν, Α ὑλίζωδιυλιστός, στραγγιστός.