ὑπερπλήρης

Revision as of 14:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ες, A overfull, Plot.5.2.1, Jul.Or.4.140b, Procl.Inst. 131, Dam.Pr.307, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπλήρης: -ες, πληρέστατος, Πλωτῖν. 5. 2, 1. Πρόκλ. κλπ. Ἐπίρρ., -ρως, Λειτουργία Ἰακώβου σ. 3Β.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
trop plein, tout rempli ou couvert de.
Étymologie: ὑπέρ, πλήρης.

Greek Monolingual

-ες / ὑπερπλήρης, -ῆρες, ΝΜΑ πλήρης
εντελώς πλήρης, ξέχειλος.
επίρρ...
υπερπλήρως / ὑπερπλήρως ΝΜΑ
υπέρμετρα, υπερβολικά.