ὠχραντικός

Revision as of 14:43, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ή, όν, A making pale or wan, only in Adv. -κῶς κινεῖσθαι, πάσχειν, of jaundiced patients, who see everything with a yellow tinge, S.E.M.7.192, 198.

Greek (Liddell-Scott)

ὠχραντικός: -ή, -όν, ὁ ποιῶν τινα ὠχρόν, μόνον ἐν τῷ ἐπιρρ. -κῶς κινεῖσθαι, πάσχειν, ἐπὶ τὼν ἰκτερικῶν οἵτινες τὰ πάντα βλέπουσιν ἔχοντα χροιάν τινα ὠχράν. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 192, 198.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ὠχραίνω
αυτός που καθιστά κάποιον ή κάτι ωχρό.
επίρρ...
ὠχραντικῶς Α
(ιδίως για τους πάσχοντες από ίκτερο) κατά τρόπο ωχραντικό.