A v. ῥύσιον. II v. ῥῠτός.
(I)τὸ, Αυποκορ. μικρό ποτήρι ή μικρό κέρας που καταλήγει σε οξύ άκρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυτόν «είδος ποτηριού» + υποκορ. κατάλ. -ιον].(II)τὸ, Α(δωρ. τ.) βλ. ῥύσιον.