ῥύτιον

Revision as of 15:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A v. ῥύσιον. II v. ῥῠτός.

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Α
υποκορ. μικρό ποτήρι ή μικρό κέρας που καταλήγει σε οξύ άκρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυτόν «είδος ποτηριού» + υποκορ. κατάλ. -ιον].
(II)
τὸ, Α
(δωρ. τ.) βλ. ῥύσιον.