ῥοπτός
English (LSJ)
ή, όν, (ῥόφω) A = ῥοφητός, Hp. ap. Gal.19.136.
German (Pape)
[Seite 849] adj. verb. zu ῥοφέω, geschlürft, zu schlürfen, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοπτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ῥοφῶ, = ῥοφητός, «ῥοπτῶν, ῥοφημάτων, ἢ πάντων τῶν ὁπωσοῦν ῥοφουμένων» Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 554.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός που χρησιμοποιείται ως ρόφημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνεπτυγμένο τ. του ῥοφητός (> ῥοφτός > ῥοπτός), βλ. και λ. ῥόμμα.