διενεργητικός
English (LSJ)
ή, όν, strengthd. for ἐνεργητικός, δύναμις Herod.Med.in Rh.Mus.58.76.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
estimulante, δύναμις Anon.Med. en Rh.Mus.58.1903.76.
ή, όν, strengthd. for ἐνεργητικός, δύναμις Herod.Med.in Rh.Mus.58.76.
-ή, -όν
estimulante, δύναμις Anon.Med. en Rh.Mus.58.1903.76.