ἡ,
A = γλοιός, Suid.: γλίνα EM234.26: γλήνη Hdn.Gr.1.330:—Adj. γλινώδης, ες, = γλοιώδης, Arist.Fr.311 codd.Ath., Sch. Nic.Al.471, Dsc.4.82:—written γληνώδης, Gp.2.6.35,41.