φλυαρεῖ, θωπεύει, Hsch.
λασκάζει (Α)(κατά τον Ησύχ.) «φλυαρεῑ, θωπεύει».[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λάσκω κατά τα ρ. σε -άζω].