λασκάζει

Revision as of 15:30, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

φλυαρεῖ, θωπεύει, Hsch.

Greek Monolingual

λασκάζει (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «φλυαρεῑ, θωπεύει».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λάσκω κατά τα ρ. σε -άζω].