α, ον, Thess. for πατρώϊος, πατρῷος, IG9(2).234.4 (Pharsalus, iii B. C.).
πατρούεος: -ον, (= πατρώιος, πατρῷος). Ἐπιγρ. Φαρσαλίων, Heuz. et Daum. Expéd. arch. ?n Macéd No 200.
-α, -ον, Α(επιγρ. Θεσσ.) βλ. πατρώιος, πατρῷος.