ὀτιαφόροι

Revision as of 16:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class=foreign>" to "")

English (LSJ)

οἱ τὰς ὀτίδας φέροντες ἐργάται· ὀτὶς δὲ εἶδος ὄρνιθος, AB 287.

Greek Monolingual

ὀτιαφόροι, οί (Α)
(κατά το λεξ. ΑΒ) «οἱ τὰς ὀτίδας φέροντες ἐργάται
ὀτὶς δὲ εἶδος ὄρνιθος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀτίς «είδος όρνιθας» + -φόρος].