δερκύλλειν
English (LSJ)
αἱμοποπεῖν, ἄλλοι δερμύλλειν, Hsch.
Spanish (DGE)
αἱμοποτεῖν (error por αἰσχροποιεῖν) Hsch. (var. de δερμύλλειν, v. δερμύλλω).
αἱμοποπεῖν, ἄλλοι δερμύλλειν, Hsch.
αἱμοποτεῖν (error por αἰσχροποιεῖν) Hsch. (var. de δερμύλλειν, v. δερμύλλω).