χαμαιτυπίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A = (χαμαιτύπη )harlot, whore, strumpet, prostitute), rejected by Thom.Mag. p.400R.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαιτῠπίς: -ίδος, ἡ, = χαμαιτύπη, τύπος ἀποδοκιμαζόμενος ὑπὸ Θωμᾶ Μαγίστρου 910.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Μ
χαμαιτύπη, πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαιτύπη + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. ἀρχοντ-ίς)].