γαγγραίνωμα
English (LSJ)
τό, = γαγγραίνωσις (becoming gangrenous, gangrenous affection), Pall. Febr. 7.
Spanish (DGE)
-ματος, τό medic. afección gangrenosa Pall.Febr.7.
Greek Monolingual
το (Μ γαγγραίνωμα) γαγγραινούμαι
το αποτέλεσμα της γαγγραίνωσης.