ἡ, = ῥωχμός (cleft, runnel, gutter, wheezing)¹, in pl., fissures, Marc.Sid. 79.
[Seite 855] = ῥωχμός.
ῥωχμή: ἡ, = ἑπομ. Εὐστ. Πονημάτ. 176, 24, κλ.· ἐπὶ ῥυτίδων, Μάρκελλ. Σιδ. 79.
ἡ, ΜΑβλ. ῥωγμή.