μυροβόστρυχος

Revision as of 16:31, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ον, = μυροβοστρυχόεις (with perfumed locks), AP 5.146 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 221] mit gesalbten, duftenden Locken, Mel. 105 (V, 147), wo v. l. μυρόβοτρυς.

Greek (Liddell-Scott)

μῠροβόστρῠχος: -ον, ὁ ἔχων βοστρύχους μεμυρωμένους, Ἀνθ. Π. 5. 147.

Greek Monolingual

μυροβόστρυχος, -ον (Α)
μυροβοστρυχόεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + βόστρυχος «πλεξούδα»].

Russian (Dvoretsky)

μῠροβόστρῠχος: с умащенными кудрями Anth.