φιλόδυρτος

Revision as of 16:32, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ον, = φιλόδυρμος (fond of lamentation), A. Supp. 68 (lyr.) ; cf. φιλόδυρμος.

German (Pape)

[Seite 1279] gern, gewöhnlich wehklagend, Aesch. Suppl. 66.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόδυρτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ ὀδύρηται, Αἰσχύλ. Ἱκ. 69.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που του αρέσει να οδύρεται, να θρηνεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ὀδυρτός (< ὀδύρομαι)].

Russian (Dvoretsky)

φιλόδυρτος: любящий сетовать, т. е. жалобный (Ἰαόνιοι νόμοι Aesch.).