σκυλόδεψος
English (LSJ)
ὁ, = σκυλοδέψης (tanner of hides), D. 25.38, prob. in IG2². 1556.34 ; σκυλοδεσφ[, ib. 12.645.
German (Pape)
[Seite 907] = σκυλοδέψης, auch σκυλάδεψος, Dem. 25, 38.
Greek Monolingual
-ον, Α
σκυλοδέψης («καὶ τὸν χαλκοτύπον... καὶ τὸν σκυλόδεψον», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος, το «δέρμα ζώου» + -δέψος (< δέφω / δέψω «κατεργάζομαι»)].
Russian (Dvoretsky)
σκῠλόδεψος: ὁ Dem. = σκυλοδέψης.