Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τό, = ἐνωτάριον (earring), IG 11(2).287 B 19 (Delos, iii BC), Rev.Ét.Gr. 12.71 (Tanagra).
ἐνωτίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἐνώτιον, Ἐπιγρ. Δήλου, Bull. d. cor. hell. VI. σ. 125, σημ. 5· ‒ προσέτι ἐνωτάριον, τό, μικρὸν ἐνώτιον, Ἡσύχ. ἐν λέξει βοτρύδια.