ἡ, = νουθεσία (admonition, warning), Phld. Hom. p. 12 O., Lib. p. 31 O., Pl. (?) ap. Poll. 9.139 (perh. to be read in E. HF 1256 (pl.)) ; — also νουθετία, ἡ, Phryn. PS p. 35 B.
νουθετεία, ἡ (Α)νουθεσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < νουθετώ, κατά τα θηλ. σε -εία].