Dim. of κηθίς.
[Seite 1430] τό, = Folgdm, Hermipp. bei Schol. Ac. Vesp. 674; vgl. Ath. XI, 477 d; nach Eust. 1259, 36 ion. κείθιον.
ου (τό) :cornet à dés.Étymologie: κηθίς.
κήθιον και ιων. τ. κείθιον, τὸ (Α) κηθίςκηθάριον.