v. κικυμίς.
[Seite 1438] ὁ, = Vorigem, Hesych.
κίκυμος και κίκυβος, ὁ (Α)(κατά τον Ησύχ.)1. «λαμπτήρ»2. «γλαῡξ».[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλοι τ. της λ. κικκάδη].