Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
[ᾱ] v. μήκων.
μάκων: μᾱκώνιον, μᾱκωνίς, ἴδε μηκ-.
μάκων, -ωνος, ὁ (Α) (δωρ.τ.) βλ. μήκων.
μάκων: [ᾱ], Δωρ. αντί μήκων.
μάκων: (ᾱ) ἡ дор. = μήκων.