v. εὑρίσκω.
[Seite 1094] aor. II. zu εὑρίσκω.
εὗρον: ἴδε εὑρίσκω.
εὗρον: αόρ. βʹ του εὑρίσκω· εὕρομες, Δωρ. αʹ πληθ.
εὗρον: aor. 2 к εὑρίσκω.