θῶμαι
English (LSJ)
v. θῶσθαι.
German (Pape)
[Seite 1229] θῶσθαι, schmausen, Aesch. frg. 38 in VLL.
Greek (Liddell-Scott)
θῶμαι: Δωρ. ἀντὶ τοῦ θοινῶμαι, εὐωχοῦμαι, Ἡσυχ., Ἐτυμ. Μ.: μέλλ. θωσοῦμαι Ἐπίχαρμ. 167 Ahr.
Russian (Dvoretsky)
θῶμαι: (inf. θῶσθαι) (= θοινάομαι) пировать Aesch.