τιθαίνομαι

Revision as of 10:43, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

*τιθαίνομαι, [ῐ] v. τιθηνέω.

Greek (Liddell-Scott)

τῐθαίνομαι: ἴδε τιθηνέω.

Greek Monolingual

Α
τρέφω κάποιον ως τροφός, θηλάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιθήνη «τροφός». Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ. ἐτιθήνατο].

Russian (Dvoretsky)

τιθαίνομαι: вскармливать (Ἣραν ἐτιθήνατο Τηθύς Luc.).