Doric and Aeolic as ἐξαπίνης.
dor. c. ἐξαπίνης.
ἐξᾰπῐνας 1 of a sudden ἐξαπίνας εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται (P. 4.273)
ἐξᾰπίνᾱς: дор. = ἐξαπίνης.