Doric etc. for μητρυιά.
μᾱτρυιά 1 mother in law “ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέων” Damodike, mother in law of Phrixos, cf. fr. 49 (P. 4.162)
ματρυιά, ἡ (Α)(δωρ. τ.) βλ. μητριά.
μᾱτρυιά: ἡ дор. = μητρυιά.